Γ. Γεραπετρίτης στο ΕΡΤΝews: Θέματα κυριαρχίας δεν βρίσκονται στη συζήτηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας
Στο θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, μετά τη χθεσινή συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, αλλά και τις σχέσεις με τις γειτονικές βαλκανικές χώρες και το Κυπριακό, αναφέρθηκε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης μιλώντας στο ΕΡΤΝews και στην εκπομπή «Συνδέσεις».
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «Νομίζω ότι μετά και τη χθεσινή συνάντηση περνάμε σε μία νέα φάση σε ότι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ελληνοτουρκική συζήτηση. Η φάση αυτή διέπεται από μία κανονικότητα, όπως είπε ο πρωθυπουργός, παραγωγική κανονικότητα. Και τι εννοώ λέγοντας κανονικότητα. Πρώτον, ότι υπάρχει μία τακτική περιοδικότητα στις επαφές. Βρισκόμαστε σε τακτά χρονικά διαστήματα και θα συνεχίσουμε να βρισκόμαστε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το δεύτερο είναι ότι δεν χρειάζεται κάθε φορά που βρισκόμαστε να παράγονται πολλαπλές συμφωνίες, να υπάρχουν μείζονα θέματα τα οποία να διαχειριζόμαστε. Θα πρέπει να βρισκόμαστε και να συζητούμε τακτικά. Και το τρίτο νομίζω και πιο σημαντικό είναι να μπορούμε να συζητούμε και να διαφωνούμε χωρίς να προκαλούμε εντάσεις και εν δυνάμει εν δυνάμει κρίσεις.
Διότι η βασική μας τοποθέτηση είναι ότι εστιάζουμε πάντοτε σε εκείνα τα οποία είναι αμοιβαία επωφελή. Όμως θα πρέπει να συζητάμε και για θέματα τα οποία είναι δύσκολα και διαφωνούμε χωρίς κατ’ ανάγκην αυτό να δημιουργεί συνθήκες έντασης. Αποτελέσματα υπάρχουν και νομίζω ότι τα αποτελέσματα είναι εμφανή τόσο σε επίπεδο ρητορικής όσο και σε επίπεδο πεδίου. Έχει εκλείψει το τελευταίο δεκάμηνο η οποιαδήποτε εχθροπαθής ρητορική. Έχουμε καταλαγιάζει σε ό, τι αφορά την ένταση η οποία προκαλείται τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και στο πεδίο, αντιλαμβανόμαστε όλοι την αξία του να έχουμε σχεδόν μηδενικές ροές από τα ανατολικά μας σύνορα, όπως επίσης να μην έχουμε παραβιάσεις του εναέριου χώρου. Νομίζω ότι αυτά είναι καταστάσεις οι οποίες είναι πολύ σημαντικές και για την ευημερία του τόπου».
Πυλώνας σταθερότητας στην περιοχή
Συνέχισε λέγοντας ότι: «Θέλω ιδιαίτερα να τονίσω ότι σε μία εποχή στην οποία οι εχθροπραξίες στην ευρύτερη περιοχή μας δεν έχουν προηγούμενο, νομίζω το να μπορούμε να έχουμε έναν πυλώνα σταθερότητας στη δική μας περιοχή, μία ησυχία είναι εξαιρετικά σημαντικό για το ερώτημα για πόσο θα διαρκέσει, η άποψή μου είναι ότι μπορεί να διαρκέσει. Έχω την αίσθηση ότι ο διάλογος που συντελείται τώρα, με τις όποιες διαφωνίες οι οποίες καταγράφονται, είναι ένας διάλογος ο οποίος είναι ειλικρινής, διέπεται από μία αμοιβαία κατανόηση. Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν θέματα στα οποία δεν μπορεί να υπάρξει σύγκλιση και τα θέματα αυτά έχουν και τα δικά τους ιστορικά βάρη. Από την άλλη πλευρά, νομίζω και οι δύο πλευρές κατανοούν ότι ιδιαίτερα σήμερα έχει πολύ μεγάλη αξία να μπορέσουμε να έχουμε μία μεγαλύτερη ησυχία στην περιοχή μας και κυρίως να έχουμε μία μεγαλύτερη προοπτική.
Θέλω να επισημάνω ιδιαίτερα το γεγονός ότι στο βασικό ζήτημα διεθνούς πολιτικής στο οποίο διαφωνήσαμε χθες, που είναι το ζήτημα της Μέσης Ανατολής, αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε μία ιδιαίτερα σύνθετη φάση. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία επίσης βρίσκεται σε ιδιαίτερα κρίσιμη φάση και θέλω ιδιαίτερα να τονίσω ότι υπάρχουν και πεδία τα οποία εν δυνάμει μπορούν να προκαλέσουν πολύ μεγάλες κρίσεις, ιδιαίτερα προερχόμενα από την Αφρική. Η κατάσταση η οποία υπάρχει σήμερα στην υποσαχάρια Αφρική δημιουργεί συνθήκες πολύ μεγάλης πίεσης και στο μεταναστευτικό και στην οικονομία, αλλά κυρίως στον ανθρωπιστικό τομέα. Το να μπορούμε να συζητούμε με την Τουρκία και να έχουμε αυτή την κατανόηση, νομίζω είναι σημαντικό για όσο κρατήσει και η δική μας προσπάθεια θα είναι να κρατήσει για πολύ».
Η ατζέντα της συζήτησης
Ο κ. Γεραπετρίτης ανέφερε πως: «Πρώτον, θέματα κυριαρχίας δεν βρίσκονται στη συζήτηση. Η τουρκική πλευρά μπορεί πράγματι να έχει τις δικές της θέσεις που αφορούν την κυριαρχία και τα θέματα τα οποία η ατζέντα η τουρκική πάντοτε περιελάμβανε. Εντούτοις, στη δική μας συζήτηση θέματα κυριαρχίας δεν πρόκειται να ενταχθούν. Δεύτερον, σε ό, τι αφορά την άσκηση των δικών μας κυριαρχικών δικαιωμάτων, δεν υπάρχει κανένα αντάλλαγμα. Η Ελλάδα ασκεί πλήρως την κυριαρχία της, ασκεί πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Είναι δική μας πεποίθηση ότι μπορούμε να συζητούμε και να βρίσκουμε λύσεις στα ζητήματα χωρίς να απεμπολούμε κανένα μας δικαίωμα. Και δεν έχει υπάρξει καμία απολύτως απεμπόληση δικαιώματος, θα μου επιτρέψετε να πω. Αυτή την στιγμή πράγματι υπάρχει μια πολύ μεγάλη ησυχία στο Αιγαίο.
Νομίζω ότι δεν είναι μακρινές οι εποχές που βιώναμε καταστάσεις ανεξέλεγκτες. Το 2015 – 2016 είχαμε από τα ανατολικά μας σύνορα 1,2 εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες. Η Ειδομένη και η Μόρια δεν είναι πάρα πολύ μακρινά. Επιπλέον, να πω ότι η εχθροπαθής ρητορική ήταν μια καθημερινότητα για την Ελλάδα. Οι αερομαχίες στο Αιγαίο εγκυμονούσαν τους κινδύνους να έχουμε από ατύχημα μια πολεμική σύρραξη. Όλα αυτά είναι πολύ νωπά. Εγώ θέλω να σας πω το εξής Δεν είμαι αιθεροβάμων, ούτε αφελής. Γνωρίζω ότι υπάρχουν πολύ ισχυρές θέσεις της Τουρκίας, οι οποίες ανατρέχουν σε δεκαετίες. Εκείνο το οποίο θέλω είναι να μπορέσουμε να συζητούμε σε ένα πνεύμα διαβουλευτικό, να μπορούμε να διαφωνούμε πολιτισμένα χωρίς να δημιουργούμε εντάσεις και κρίσεις και από την άλλη πλευρά να προωθούμε μια θετική ατζέντα με αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες, οι οποίες μπορούν να προωθήσουν τις διμερείς μας σχέσεις. Καμία απεμπόληση κυριαρχίας, καμία συζήτηση για την κυριαρχία».
Τα θαλάσσια πάρκα
Ο Υπουργός Εξωτερικών τόνισε πως: «Είμαι πάρα πολύ σαφής και επαναλαμβάνω ότι αν έχετε διαπιστώσει το τελευταίο διάστημα την οποιαδήποτε υποχώρηση, παρακαλώ να μου τη θέστε, διότι διαβάζω και τις ανακοινώσεις και της αντιπολίτευσης για διαρκή υποχωρητικότητα, χωρίς να αναφέρεται ούτε ένα έστω στοιχειώδες επιχείρημα και ένα αντικειμενικό δεδομένο. Η απάντηση είναι σαφής. Τα θαλάσσια πάρκα θα γίνουν. Τα θαλάσσια πάρκα είναι ουσιαστικά η επιτομή της προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος, που είναι εξαιρετικά κρίσιμη για τη χώρα μας και είναι εξαιρετικά χρήσιμη κατά τη γνώμη μου για όλες τις μεσογειακές χώρες.
Ήταν επέκεινα του μεγάλου συνεδρίου που έγινε στην Ελλάδα με τη συμμετοχή 125 κρατών και διεθνών οργανισμών για την προστασία των θαλασσών και των ωκεανών. Με δεσμεύσεις περίπου 400 σε ύψος 11,5 δισεκατομμυρίων, η Ελλάδα δήλωσε ότι θα καταστήσει δύο θαλάσσια πάρκα επί τη βάσει περιβαλλοντικών κριτηρίων. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη φάση μελέτης για τον καθορισμό των τεχνικών περιβαλλοντικών κριτηρίων. Όταν ολοκληρωθούν αυτά, τότε τα πάρκα θα τοποθετηθούν στον χάρτη. Είναι ζητήματα τα οποία ανάγονται στην ελληνική κυριαρχία και αφορούν στην πραγματικότητα τη βιωσιμότητα όχι απλά της Ελλάδας, αλλά του πλανήτη».
ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα
Για το θέμα αυτό ο κ. Γεραπετρίτης ανέφερε πως: «το ζήτημα της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης είναι μείζον ζήτημα και τούτο διότι είναι το υποκείμενο θέμα από το οποίο παράγεται πολλαπλασιαστική ένταση. Και πραγματικά θεωρώ ότι αν κάποια στιγμή καταφέρουμε να επιλύσουμε τα ζητήματα αυτά του καθορισμού της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, θα έχουμε μια μακρά και βιώσιμη ειρήνη στην περιοχή μας. Για την ώρα δεν έχουμε θέσει τα ζητήματα αυτά, όπως είπατε, είναι η επιδίωξή μας και νομίζω υπάρχει μία αμοιβαία τοποθέτηση για τα ζητήματα αυτά με την Τουρκία, ότι είναι χρήσιμο στο επόμενο διάστημα να τα συζητήσουμε τα ζητήματα.
Αυτό θα το κρίνουν οι δύο ηγέτες, οι οποίοι θα έχουν την ευκαιρία το αμέσως προσεχές διάστημα να βρεθούν περισσότερες φορές και θα λάβουμε την εντολή έτσι ώστε να κάνουμε τη συζήτηση αυτή. Θέλω να πω ότι όπως γνωρίζετε, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο παρελθόν στις συζητήσεις οι οποίες γίνονται περί οριοθέτησης στο πλαίσιο των φερόμενων διερευνητικών εντολών. Δυστυχώς, μολονότι έχουμε πολλαπλούς κύκλους, 63 κύκλους διερευνητικών εντολών στο παρελθόν, δεν μπορέσαμε να φτάσουμε σε ένα σημείο στο οποίο να μπορέσουμε να συμφωνήσουμε για την οριοθέτηση ή έστω να συμφωνήσουμε να παραπέμψουμε τη διαφορά αυτή σε διεθνή δικαιοδοσία.
Νομίζω ότι η ιστορική στιγμή είναι κατάλληλη για να μπορέσουμε να κάνουμε τη συζήτηση αυτή και να φέρουμε στην πατρίδα μας μία μακρά και ευδόκιμη ειρήνη. Το πότε θα ωριμάσουν οι συνθήκες αυτές εξαρτάται νομίζω από δύο παράγοντες. Ο πρώτος παράγων είναι να εδραιωθεί έτι περαιτέρω η καλή κατανόηση και ειλικρίνεια μεταξύ των μερών. Και το δεύτερο είναι να αποτιμήσουμε τις συμφωνίες οι οποίες έχουν υπογραφεί έτσι ώστε να έχει παραχθεί ένα καλό και ωφέλιμο αποτέλεσμα. Θέλω να σας πω ότι μόνο την 7η Δεκεμβρίου, στο πλαίσιο της επίσκεψης της τουρκικής αντιπροσωπείας, υπεγράφησαν 15 συμφωνίες και μνημόνια. Πολύ σημαντικά κατά την άποψή μου και αυτές οι συμφωνίες θα πρέπει να αποτιμηθούν όταν θα βεβαιωθούμε ότι έχουν παραχθεί τα θετικά αποτελέσματα, ότι έχει παγιωθεί ένα κλίμα ειλικρίνειας και καλής κατανόησης, θα προχωρήσουμε».
Η τουριστική συμφωνία
Όπως ανέφερε ο κ. Γεραπετρίτης: «Με προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης, σε συντονισμό με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ξεκινήσαμε ένα πρόγραμμα για επισκέψεις Τούρκων πολιτών σε δέκα νησιά μας. Το πρόγραμμα αυτό, πέρα από την τεράστια οικονομική αξία που έχει για τα νησιά μας, διότι διαρκεί καθ’ όλο το χρόνο διευρύνει την τουριστική περίοδο και το ίδιο το τουριστικό προϊόν, αλλά έχει μία πολύ μεγάλη αξία διότι φέρνει κοντά τους πολίτες από τα δύο κράτη. Νομίζω ήδη έχει υπάρξει πολύ μεγάλη ικανοποίηση και στα νησιά μας, αλλά και από πλευράς Τουρκίας για την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής, Τέτοιου τύπου συμφωνίες θέλουμε να φέρουμε, έτσι ώστε να υπάρχει καλή κατανόηση και μία καλή διπλωματία σε επίπεδο πολιτών πια, για να μπορέσουμε να συζητήσουμε και τα πιο δύσκολα».
Το Κυπριακό
Ο κ. Γεραπετρίτης δήλωσε ότι: «Καταρχάς να επισημάνω ότι είναι πεποίθηση τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της κυπριακής ότι η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων συμβάλει θετικά και στις συζητήσεις για το Κυπριακό ζήτημα.
Νομίζω ότι μέσα από τη συζήτηση η οποία διεξάγεται σήμερα μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, μπορεί να παραχθεί ένα εξαιρετικά ωφέλιμο αποτέλεσμα και για τις συζητήσεις, οι οποίες γίνονται αυτή τη στιγμή υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Η απάντησή μου θα είναι σαφής Ναι θέσαμε το ζήτημα της Κύπρου. Υπήρξε συζήτηση για το Κυπριακό. Η δικιά μας θέση, είναι ότι θα πρέπει να επανεκκινήσουν οι συζητήσεις μεταξύ των μερών, δηλαδή μεταξύ του Προέδρου Χριστοδουλίδη και του ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας Τατάρ, υπό την αιγίδα της προσωπικής απεσταλμένης του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών και να γίνει έτσι ώστε να δούμε το πεδίο μέσα στο οποίο θα κινηθούμε.
Και το πεδίο δεν μπορεί να είναι άλλο παρά μόνο τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία.
Θέλω να πω ότι, μολονότι υπάρχει πράγματι τα τελευταία χρόνια μία αυξημένη ρητορική εκ μέρους της τουρκικής και τουρκοκυπριακής πλευράς σχετικά με μία κυριαρχική ισότητα, η οποία είναι εκτός πλαισίου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, το κρίσιμο είναι αυτή τη στιγμή και γι αυτό εμείς ασκούμε όλη την επιρροή μας να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να συζητήσουν ο Πρόεδρος Χριστοδουλίδης με τον Τατάρ.
Εκείνο το οποίο θέλω να πω είναι ότι από την πλευρά τη δική μας ασκούνται όλες εκείνες οι διπλωματικές πιέσεις που είναι αναγκαίες.
Θέλω να σας πω ότι σε λίγη ώρα στο γραφείο μου στο Υπουργείο Εξωτερικών θα υποδεχθεί την προσωπική απεσταλμένη του Γενικού Γραμματέα Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, την κυρία Ολγκίν.
Θα έχουμε μία συζήτηση, έχουμε μια πολύ τακτική επαφή με την κυρία Ολγκίν για το Κυπριακό, το οποίο πάντοτε παραμένει ύψιστης διπλωματικής σημασίας για την ελληνική κυβέρνηση και θέλω να σας πω ότι διατηρώ την ελπίδα ότι στο προσεχές διάστημα θα έχουμε συζητήσεις για το ζήτημα αυτό, να μπορέσουμε να διακριβώσουμε τις δυνατότητες για να προχωρήσουμε σε μία μακρά και βιώσιμη λύση για το Κυπριακό. Δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να αφήσουμε πίσω το Κυπριακό».
Η αντιπολίτευση, η Μονή της Χώρας και η Αγιά Σοφιά
Σχολιάζοντας τη χθεσινοβραδινή ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ, που κάνει λόγο για υποχωρητικότητα και αναφέρει ότι συνιστά πρωτοφανές γεγονός, ότι ο κος Μητσοτάκης έδωσε το πράσινο φως στον Τούρκο Πρόεδρο για την παράνομη μετατροπή της Μονής της Χώρας από μουσείο σε τέμενος, εστιάζοντας μόνο σε ζητήματα προσβασιμότητας της από το κοινό, απάντησε πως: «Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι δεν έχει κανένα απολύτως πραγματικό έρεισμα η ανακοίνωση, για να θέσουμε τα πράγματα ακριβώς ως έχουν, να πούμε τα εξής.
Πρώτον, η απόφαση για την τροπή της Μονής της Χώρας σε τέμενος έχει ληφθεί από το 2020.
Υπήρξαν πράγματι εργασίες αναστήλωσης, την προηγούμενη εβδομάδα μεταξύ 200 μνημείων, στα οποία περιλαμβάνεται και η Μονή της Χώρας, η τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε τη λειτουργία τους και ως τεμένη.
Εκείνο στο οποίο εμείς αποδίδουμε ιδιαίτερη έμφαση είναι να διατηρηθεί ο οικουμενικός πολιτιστικός χαρακτήρας της Μονής της Χώρας.
Ο οικουμενικός πολιτιστικός χαρακτήρας έχει να κάνει με τη δυνατότητα όλων να μπορέσουν να δουν τους πολιτιστικούς θησαυρούς, οι οποίοι βρίσκονται μέσα στη Μονή της Χώρας. Πρόκειται για ψηφιδωτά τα οποία κατά την άποψή μου είναι η επιτομή του βυζαντινού πολιτισμού. Είναι εξαιρετικά μεγάλης αξίας και ιστορικής, αλλά και καλλιτεχνικής και νομίζω είναι απολύτως αναγκαίο να διασφαλιστεί ο μουσειακός χαρακτήρας του μνημείου αυτού.
Θέσαμε το ζήτημα αυτό. Γνωρίζετε ότι είναι πολύ μεγάλης ευαισθησίας για τους Έλληνες πολίτες, αλλά και για την ελληνική κυβέρνηση.
Το θέσαμε με ιδιαίτερη έμφαση ενώπιον της τουρκικής αντιπροσωπείας. Νομίζω άκουσε και ο Πρόεδρος Ερντογάν την ευαισθησία της ελληνικής πλευράς και η ελπίδα μου είναι ότι το αμέσως επόμενο διάστημα θα έχουμε μια εξέλιξη για το ζήτημα αυτό, η οποία θα μπορεί να διατηρεί τον οικουμενικό και μουσειακό χαρακτήρα του μνημείου.
Είμαι πάρα πολύ σαφής ότι θα πρέπει το μνημείο αυτό να είναι ανοιχτό στο κοινό και όλοι οι πολιτιστικοί του θησαυροί να μπορούν να είναι αντικείμενο και για τους πολίτες όλων των θρησκευμάτων.
Αντιλαμβανόμαστε τη σημασία του να είναι ακάλυπτα τα ψηφιδωτά και όσα βρίσκονται εντός του ναού.
Είναι πάρα πολύ σημαντικά τα ζητήματα αυτά.
Καταλαβαίνω ότι υπάρχει πολύ μεγάλη ευαισθησία και τη δικαιολογώ απολύτως για το ζήτημα της Μονής της Χώρας και γι’ αυτό ήταν και ένα από τα θέματα τα οποία τα θέσαμε με ιδιαίτερα οξύ, με ιδιαίτερη οξύτητα.
Ξέρετε πολλές φορές θέματα τα οποία για μας έχουν πολύ μεγάλη ιστορική και πολιτιστική αξία. Μπορεί να μην υπάρχει συναντίληψη για τη σημασία τους από την άλλη πλευρά και γι’ αυτό το λόγο θα προσέθετα ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνονται οι συζητήσεις αυτές έτσι ώστε να μπορούν να κατανοούν και οι δύο πλευρές ποιες είναι οι ευαισθησίες της άλλης πλευράς και για μας η Μονή της Χώρας είναι μείζονος ευαισθησίας.
Καταρχάς, η αντίδραση έχει υπάρξει ήδη από το 2020 και εντεύθεν και για την Αγιά Σοφιά και για τη Μονή της Χώρας.
Καταλαβαίνουμε ότι η θέση της τουρκικής πλευράς μπορεί να είναι εντελώς διαφορετική, αλλά δεν τίθεται ζήτημα εμείς να υποχωρήσουμε ως προς αυτό.
Εμείς θα θέτουμε σε όλα τα φόρα όπως το πράξαμε στην Ουνέσκο, το πράξαμε σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς.
Εγώ ενημερώνω και τους συναδέλφους μου στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τα ζητήματα που έχουν να κάνουν με την οικουμενική πολιτιστική κληρονομιά.
Δεν πρόκειται να αφήσουμε σε καμία περίπτωση στο ζήτημα αυτό».
Τα θέματα αιχμής
Για την ατζέντα του ελληνοτουρκικού διαλόγου, ο κ. Γεραπετρίτης ανέφερε πως: «Αυτή τη στιγμή συζητούμε για τα θέματα τα οποία είναι αιχμής. Συζητούμε για το μεταναστευτικό, συζητούμε για την πολιτική προστασία, συζητούμε για την υγεία, συζητούμε για το διεθνές περιβάλλον.
Σε ό,τι αφορά τα ζητήματα του Αιγαίου, η θέση της ελληνικής πλευράς είναι αμετακίνητη.
Είναι η εθνική θέση ότι το θέμα της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης είναι το μόνο ζήτημα το οποίο αυτή τη στιγμή υφίσταται και μπορεί να αχθεί ενώπιον διεθνούς δικαιοδοσίας και επί τη βάσει αυτής θα συζητήσουμε ζητήματα κυριαρχίας.
Δεν θα μπορούσαν και δεν θα τεθούν σε συζήτηση και σε διάλογο.
Να ενημερώσω με την ευκαιρία ότι αύριο το πρωί θα ενημερώσω και την αρμόδια Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων και Αμύνης, έτσι ώστε να υπάρχει και πλήρης ενημέρωση και της Βουλής για τα ζητήματα τα ελληνοτουρκικά.
Θεωρώ μείζονος σημασίας οι Έλληνες πολίτες να ενημερώνονται άμεσα για όσα συμβαίνουν σε ότι αφορά τον ελληνοτουρκικό διάλογο και βεβαίως η εθνική αντιπροσωπεία και τα πολιτικά κόμματα και για το λόγο αυτό θεωρώ ότι και το βήμα της ΕΡΤ είναι αναγκαίο έτσι ώστε να υπάρχει άμεση ενημέρωση, όπως άλλωστε είχε συμβεί και μετά από το Συμβούλιο της 7ης Δεκεμβρίου».
Η Βόρεια Μακεδονία
Μιλώντας για το θέμα αυτό ο κ. Γεραπετρίτης είπε ότι: «Το έλασσον είναι η αντίδραση εκ μέρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που θα μου επιτρέψετε να πω ότι είναι μία επίπλαστη και ιδιαίτερα απλή ανάγνωση της σύνθετης κατάστασης. Καταρχάς, δεν υπάρχει καμία απολύτως ικεσία εκ μέρους της ελληνικής πλευράς.
Η ελληνική πλευρά απαιτεί την τήρηση των συμφωνημένων.
Γνωρίζετε πολύ καλά, ότι από τη στιγμή που μια διεθνής συνθήκη κυρώνεται στα κοινοβούλια, αποκτά ισχύ ανώτερη και των νόμων. Δεν μπορεί κανένα από τα δύο κράτη μονομερώς να αναθεωρήσει τη συμφωνία αυτή.
Άρα, ακόμη και όταν διαφωνεί με όσα περιλαμβάνονται στη Συνθήκη, οφείλει να τα εφαρμόσει.
Θέλω να επισημάνω ιδιαιτέρως τη διαφορετική θεσμική αντιμετώπιση στα δύο κράτη.
Η ελληνική κυβέρνηση σήμερα, ως αντιπολίτευση, κατά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, είχε διατυπώσει πολύ συγκεκριμένα και με σαφήνεια τη διαφωνία της σε επιμέρους κεφάλαια που είχαν να κάνουν με γκρίζα θέματα, τα οποία εν δυνάμει θα μπορούσαν να προκαλέσουν εντάσεις και φαίνεται ότι πράγματι προκαλούν εντάσεις.
Παρά ταύτα, όταν ήρθαμε στην κυβέρνηση και στο πλαίσιο της συνέχειας του κράτους αλλά και της συνταγματικής επιταγής ότι δεν μπορεί οποιαδήποτε κυβέρνηση να αναθεωρεί μονομερώς συνθήκες, εμείς την εφαρμόσαμε και απαιτήσαμε τη συμμόρφωσή της και από την άλλη πλευρά αυτό θα συνεχίσουμε να πράττουμε.
Και ακούω πραγματικά με περιέργεια το επιχείρημα το οποίο τίθεται γιατί δεν ήρθαν προς κύρωση τα μνημόνια, τα μνημόνια επέκεινα της συμφωνίας των Πρεσπών και κατηγορούμαστε, μεμφόμεθα γι’ αυτό.
Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη δικαίωση της πολιτικής αυτής, δηλαδή του να εξαρτώμαι, την κύρωση των μνημονίων από την πλήρη συμμόρφωση, από το ότι συνέβη.
Διότι το κρίσιμο είναι ότι αυτή τη στιγμή φαίνεται να υπάρχει μια διάσταση στην πολιτική ηγεσία της Βόρειας Μακεδονίας.
Εμείς θα φέρουμε στη Βουλή, το έχω πει επανειλημμένως, όταν υπάρχει ο κρίσιμος πολιτικός χρόνος, όταν δηλαδή πειστεί η ελληνική πλευρά ότι υπάρχει πλήρης συμμόρφωση. Διότι γνωρίζουμε όλοι ότι υπάρχουν και σημεία στα οποία η γειτονική χώρα δεν έχει συμμορφωθεί.
Και δεν αναφέρομαι βεβαίως στο όνομα, αλλά σε άλλα ζητήματα. Τώρα να σας πω σε σχέση με το τι συμβαίνει με την ονομασία. Πρώτα απ όλα να δούμε τα συγκεκριμένα, τα θεσμικά. Η ονομασία Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας εμφανίζεται στη Συμφωνία των Πρεσπών και σύμφωνα με την ίδια συμφωνία με το άρθρο 20, με το ακροτελεύτιο άρθρο δεν μπορεί υπό οποιαδήποτε συνθήκη να τροποποιηθεί το ζήτημα της ονομασίας.
Λοιπόν, δεν είναι από εκείνα τα ζητήματα που είναι δυνατόν να τροποποιηθούν ούτε καν με αμοιβαία συμφωνία.
Άρα δεν τίθεται επ ουδενί ζήτημα τροποποίησης, έτσι όπως συμφωνήθηκε από τις δύο πλευρές και κυρώθηκε και δεσμεύει και τη σημερινή ελληνική πολιτική τάξη και την πολιτική τάξη της Βόρειας Μακεδονίας.
Δεύτερον, αυτή τη στιγμή δεν είναι μόνο η πίεση την οποία ασκεί η Ελλάδα, είναι η πίεση που ασκείται εντός της Βόρειας Μακεδονίας.
Ορθά αναφέρθηκε ο κύριος Μελέτης στην ανακοίνωση που υπήρξε από το υπουργείο Εξωτερικών που απαίτησε της Βόρειας Μακεδονίας που απαίτησε από την πρόεδρο την πλήρη συμμόρφωση, την ανακοίνωση του υπουργείου Δικαιοσύνης που χαρακτηρίζει ανυπόστατη την ορκωμοσία.
Και βεβαίως θα ήθελα να επισημάνω ότι η πολιτική την οποία φαίνεται να υιοθετεί η νέα Πρόεδρος είναι αντίθετη και προς την κοινή γνώμη της Βόρειας Μακεδονίας.
Το τρίτο και πιο σημαντικό νομίζω είναι ότι η ελληνική πλευρά αντέδρασε με ετοιμότητα και με εξαιρετικά γρήγορα αντανακλαστικά. Με πρωτοβουλίες του υπουργείου Εξωτερικών ενημερώθηκαν άμεσα οι κοινοτικές αρχές.
Υπήρξαν ανακοινώσεις που δεν είθισται να έχουμε τόσο άμεση αντίδραση εκ μέρους της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παράλληλα να υπάρχει και μία διεθνής θέση. Δηλαδή πολλές χώρες εξέδωσαν ανακοίνωση προς την κατεύθυνση αυτή.
Άρα υπάρχει μία συντονισμένη αντίδραση προς την κατεύθυνση της συμμόρφωσης.
Και το τρίτο και σημαντικό ποια θα είναι τα δικά μας επόμενα βήματα. Εμείς απαιτούμε τη συμμόρφωση προς την Συμφωνία των Πρεσπών. Είναι διεθνές Δίκαιο και οφείλει να εφαρμόζεται, να εφαρμόζεται. Θα διαμορφώσουμε το πλαίσιο έτσι ώστε να υπάρξει πλήρης εφαρμογή.
Αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι μπορεί ιδεολογικά, κοσμοθεωρητικά η νέα πολιτική ηγεσία να έχει μία διαφορετική άποψη, αλλά υπάρχουν και ζητήματα τα οποία είναι πάνω και από τη βούλησή τους. Δεν είναι θέμα αυτοδιάθεσης του κάθε αξιωματούχου πολιτικού. Το καταλαβαίνουμε όλοι αυτό, είναι ένα θέμα τήρησης των συμφωνημένων και προς αυτή την κατεύθυνση θα δράσει η ελληνική κυβέρνηση.Θα μου επιτρέψετε να πω, όλο αυτό είναι ένα θεσμικό δικαίωμα το οποίο αποδίδεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εμείς είμαστε σαφείς σε ό, τι αφορά τη Βόρεια Μακεδονία, ρητά συνιστά προϋπόθεση για την ενταξιακή της πορεία η πίστη και η πιστή εφαρμογή και καλή τη πίστει εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Άρα πρόκειται για ένα προαπαιτούμενο για να προχωρήσουν οι ενταξιακές διαδικασίες.
Εμείς παρακολουθούμε από πάρα πολύ κοντά και θα δράσουμε προς την κατεύθυνση αυτή.
Το τόνισε εξάλλου και η ίδια η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Η Αλβανία
Ως προς τις σχέσεις με τη γειτονική χώρα, ο κ. Γεραπετρίτης είπε πως: «Σε ό, τι αφορά την Αλβανία, αντιλαμβανόμαστε ότι το κράτος δικαίου, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, η δημοκρατία, οι εγγυήσεις του κοινοτικού κεκτημένου δεν είναι ένα διμερές ζήτημα, είναι ένα ζήτημα αμιγώς ευρωπαϊκό.
Η Ελλάδα, ξέρετε, πολλές φορές κατηγορούμαστε για τα ζητήματα αυτά, εγώ θέλω να το τονίσω και με την ευκαιρία να το θέσω και υπόψιν του ελληνικού λαού.
Εμείς είμαστε υπέρ της ειρήνης των Βαλκανίων και είμαστε υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας όλων των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων.
Εξάλλου, η Ελλάδα ήταν εκείνη η οποία πρωτοστατούσε και επέσπευσε τη διαδικασία το 2003 στη Θεσσαλονίκη.
Όμως θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι παραχωρήσεις σε θεμελιώδη δεν μπορούν να γίνουν και για το λόγο αυτό υπάρχει μια πάρα πολύ αυστηρή επιτήρηση εκ μέρους της δικής μας πλευράς.
Αντιλαμβανόμαστε καταρχάς ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο ιστορικό σημείο στις ευρω αλβανικές σχέσεις.
Αυτή τη στιγμή δεν έχει καν ανοίξει το κεφάλαιο το οποίο αφορά τα θεμελιώδη.
Το πρώτο κεφάλαιο το οποίο θα ανοίξει είναι ακριβώς η τήρηση των θεμελιωδών ελευθεριών.
Καταλαβαίνουμε ότι όλα τα ζητήματα τα οποία αφορούν τη Χειμάρρα, όλα τα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα των μειονοτήτων, τα ζητήματα που αφορούν την τήρηση των πολιτικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών, θα τεθούν ακριβώς όταν ανοίξει το κεφάλαιο για τα θεμελιώδη και εκεί θα αξιολογηθούν όλα τα ζητήματα της Χειμάρρας.
Άρα αυτή τη στιγμή η ελληνική πλευρά παρακολουθεί. Είναι σε μία πάρα πολύ αυστηρή κατάσταση σε ότι αφορά την επιτήρηση μας.
Νομίζω ότι και στην Ευρώπη υπάρχει μια πλήρης κατανόηση του φαινομένου, έχουν ενημερωθεί οι Ευρωπαίοι ηγέτες, όπως και οι Ευρωπαίοι επίτροποι, για την κατάσταση και νομίζω ότι όταν έρθει η ώρα, η ελληνική πλευρά θα θέσει τα ζητήματα στην αντικειμενική τους διάσταση».
Η επίσκεψη Ράμα
Αναφερόμενος στην πρόσφατη επίσκεψη του κ. Ράμα και την ομιλία του στο Γαλάτσι, ο Υπουργός Εξωτερικών είπε: «Να ξεκινήσω από μία γενική παρατήρηση ότι στα εθνικά θέματα οφείλουμε να έχουμε αυστηρότητα και ακεραιότητα στις διαπιστώσεις μας και ιδίως σε ότι αφορά τις ανακοινώσεις της αντιπολίτευσης, εγώ πάντοτε τις μελετώ με προσοχή, πλην όμως διαπιστώνω ότι υπάρχει πάντοτε άρνηση, αλλά ποτέ θέση. Στα ελληνοτουρκικά διαπιστώνω ότι συμφωνούν όλοι ότι θα πρέπει να υπάρξει ελληνοτουρκικός διάλογος, αλλά διαφωνούν στα επιμέρους, τα οποία δυσκολεύομαι να κατανοήσω.
Εφευρίσκουν υποχωρητικότητα εκεί που δεν υπάρχει. Θέλω να υπάρχει μια σαφήνεια. Εμείς έχουμε μια σαφή θέση.
Έχουμε πάρει την ψήφο του ελληνικού λαού, υπάρχει μια πολιτική εντολή, αυτό θα πράξουμε.
Θα προσπαθήσουμε να βελτιώσουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στο πλαίσιο της πλήρους τήρησης της κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση ας μας πει επιτέλους θέλει να προχωρήσει ο ελληνοτουρκικός διάλογος.
Θέλει να βρισκόμαστε σε συζήτηση.
Θέλει να συνεχιστεί η κατάσταση ηρεμίας η οποία υπάρχει σήμερα, χωρίς μεταναστευτικές ροές, χωρίς παραβιάσεις του εναέριου χώρου και με ένα συντονισμένο και προγραμματισμένο διάλογο.
Σε ό, τι αφορά το κομμάτι της Αλβανίας, ακούω τον αφορισμό “Μα γιατί ήρθε”. Πράγματι ήταν άκαιρη η επίσκεψη του κυρίου Ράμα. Διότι είμαστε ένα χρόνο πριν από τις εκλογές στην Αλβανία, ενώ είμαστε μόλις λίγες μέρες πριν από τις εκλογές στην Ελλάδα για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Όμως η Ελλάδα είναι ένα κράτος δικαίου, είναι μια δημοκρατία. Η Ελλάδα ποτέ δεν πρόκειται να απαγορεύσει σε έναν Ευρωπαίο ηγέτη να έρθει και να απευθυνθεί στη διασπορά του. Θεωρώ ότι είναι μέσα στον σκληρό πυρήνα της δημοκρατίας.
Κι εγώ, όπως και ο πρωθυπουργός και όλοι οι ηγέτες, όταν πηγαίνουμε στο εξωτερικό συναντούμε την ελληνική διασπορά.
Δεν υπάρχει ποτέ πιθανότητα να απαγορευθεί αυτή η επικοινωνία και άρα όταν η αντιπολίτευση έρχεται και αναφέρει ότι ξέρεις, θα έπρεπε να είσαι πιο αυστηρός, εννοούν να απαγορεύσουμε την είσοδο στον κ. Ράμα;
Η απάντηση είναι σαφής. Όχι.
Εμείς θα παραμείνουμε με οποιοδήποτε, αν θέλετε πολιτικό τίμημα, να έχουμε μια αυστηρή πολιτική αρχών, πιστή εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, υποχώρηση σε ότι αφορά τα θεμελιώδη, η ελληνική κυβέρνηση δεν θα κάνει.
Άρα, ακόμα και όταν διαφωνούμε επί του χρονισμού, εμείς θα δεχόμαστε πάντοτε ότι έχει δικαίωμα ένας ξένος ηγέτης να απευθύνεται στους πολίτες του».
Τέλος, ο κ. Γεραπετρίτης τόνισε πως: «Είμαι εξαιρετικά ανήσυχος για τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα για τη Μέση Ανατολή.
Τις επόμενες ημέρες και πάλι η ελληνική διπλωματία θα αναλάβει πρωτοβουλία για τα ζητήματα της Μέσης Ανατολής.
Θα υποδεχτώ στο υπουργείο Εξωτερικών τις επόμενες ημέρες και τον Αιγύπτιο υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος έχει ένα κομβικό ρόλο στις συζητήσεις που γίνονται για την εξεύρεση βιώσιμης λύσης.
Νομίζω ότι η οικουμένη ολόκληρη αυτή τη στιγμή απαιτεί να υπάρξει πλήρης εκεχειρία και ανθρωπιστική βοήθεια για να σταματήσει η καταστροφή αυτή».
ΠΗΓΗ: ΕΡΤ